Διαβήτης και βασικοί όροι – Μέρος 1ο

Διαβήτης και βασικοί όροι – Μέρος 1ο

 

Ο διαβήτης αποτελεί μία χρόνια πάθηση που συμβαίνει όταν το σώμα δεν μπορεί να παράγει αρκετή ινσουλίνη ή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την ινσουλίνη. Υπάρχουν όμως δεκάδες όροι που σχετίζονται με το διαβήτη που πρέπει να γνωρίζουμε.

Βασικοί όροι

A1C (γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη): εξέταση που μετρά το μέσο όρο των επιπέδων σακχάρου του αίματος σας, κατά τους τελευταίους 2-3 μήνες. Ονομάζεται και Αιμοσφαιρίνη A1C ή Γλυκοζυλιωμένη Αιμοσφαιρίνη.

Αγγειακό: αναφερόμενο στα αιμοφόρα αγγεία.

Άγνοια της υπογλυκαιμίας ή υπογλυκαιμική : πάθηση, κατά την οποία το άτομο δεν αισθάνεται, ούτε αναγνωρίζει τα συμπτώματα του χαμηλού σακχάρου αίματος.

Αθηροσκλήρωση: σκλήρυνση, στένωση ή απόφραξη των αρτηριών, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικό, έμφραγμα, προβλήματα των οφθαλμών ή των νεφρών.

Άλφα κύτταρο: τύπος κυττάρου στο πάγκρεας. Τα άλφα κύτταρα παράγουν γλυκαγόνη, μια ορμόνη που απελευθερώνεται όταν το σάκχαρο του αίματος είναι χαμηλό.

Άμυλο: υδατάνθρακας

Αμφιβληστροειδής: το περίγραμμα του μαύρου του οφθαλμού.

Αμφιβληστροειδοπάθεια: βλάβη των μικρών αιμοφόρων αγγείων του αμφιβληστροειδούς. Μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια όρασης. Όταν οφείλεται στο διαβήτη, ονομάζεται επίσης και διαβητική νόσος των οφθαλμών.8

Αντένδειξη: ένας λόγος, για τον οποίο δεν συνιστάται η χρήση ενός συγκεκριμένου φαρμάκου η θεραπείας σε συγκεκριμένο ασθενή.

Αντίδραση ινσουλίνης: όταν το σάκχαρο αίματος πέφτει πολύ χαμηλά. Ονομάζεται και υπογλυκαιμία.

Αντίσταση στην ινσουλίνη: η αδυναμία του σώματος να ανταποκριθεί, και να χρησιμοποιήσει την ινσουλίνη που παράγει. Η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να συνδέεται με παχυσαρκία, υπέρταση, και υψηλά επίπεδα λίπους στο αίμα.8

Αντλία ινσουλίνης: συσκευή στο μέγεθος τράπουλας, η οποία χορηγεί ινσουλίνη. Η αντλία ινσουλίνης συνδέεται στη σωλήνωση με βελόνα, η οποία τοποθετείται κάτω από το δέρμα.

Αυτοδιαχείριση: η συνεχής διαδικασία διαχείρισης του διαβήτη. Η αυτοδιαχείριση περιλαμβάνει: προγραμματισμό γευμάτων, ελέγχους σακχάρου αίματος, σωματική δραστηριότητα, λήψη φαρμακευτικών αγωγών, και χειρισμό υψηλών και χαμηλών σακχάρων αίματος.

Αυτονομική νευροπάθεια: τύπος νευροπάθειας (βλάβη των νεύρων) που επηρεάζει την καρδιά, τους πνεύμονες, το στομάχι, τα έντερα, την ουροδόχο κύστη ή τα γεννητικά όργανα.

Βασικός ρυθμός: μια σταθερή στάλαξη μακράς δράσης ινσουλίνης, η οποία χρησιμοποιείται σε αντλίες ινσουλίνης.

Βήτα κύτταρο: τύπος παγκρεατικού κυττάρου που παράγει ινσουλίνη.

Γαστροπάρεση: μορφή νευροπάθειας που επηρεάζει το στομάχι.

Γενετική προδιάθεση: Τάση προδιάθεσης για συγκεκριμένες νόσους, λόγω γονιδίων που έχετε κληρονομήσει από την οικογένεια σας.

Γευματική ινσουλίνη: ποσότητα ινσουλίνης που λαμβάνεται για να καλύψει μια αύξηση του σακχάρου αίματος, η οποία συχνά σχετίζεται με κάποιο γεύμα ή σνακ.

Γλυκαγόνη: ορμόνη που παράγεται από τα άλφα κύτταρα στο πάγκρεας.8

Γλυκαιμικός δείκτης: τρόπος κατάταξης του περιεχομένου υδατανθράκων των τροφών, βάσει του πώς επηρεάζουν το σάκχαρο αίματος.

Γλυκογόνο: η μορφή γλυκόζης που συναντάται στο ήπαρ και στους μύες.

Γλυκόζη: μια από τις πιο απλές μορφές σακχάρου.

Γλυκόζη αίματος: το κύριο σάκχαρο που βρίσκεται στο αίμα και η πηγή ενέργειας του σώματος. Ονομάζεται και σάκχαρο αίματος.

Γλυκόζη αίματος νηστείας: επίπεδο γλυκόζης αίματος που παρατηρείται μετά την παρέλευση 8 έως 12 ωρών από την τελευταία κατανάλωση τροφής, συνήθως κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η δοκιμή γλυκόζης αίματος νηστείας χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του προδιαβήτη, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση του διαβήτη. Χρησιμοποιείται επίσης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη διατηρούν τα στοχευόμενα επίπεδα γλυκόζης αίματος.8

Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (A1C): μια εξέταση που μετρά το μέσο όρο των επιπέδων γλυκόζης αίματος κάποιου ατόμου, κατά τους τελευταίους 2 έως 3 μήνες.

Γραμμάριο: μονάδα βάρους που χρησιμοποιείται στον προγραμματισμό κάποιων γευμάτων.

Δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ): μέτρο προσδιορισμού του αν κάποιος είναι λιποβαρής, φυσιολογικού βάρους ή υπέρβαρος. Αξιολογεί το βάρος του σώματος σε σχέση με το ύψος.

Διαβήτης τύπου 1: πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλό σάκχαρο αίματος, κατά την οποία το σώμα δεν παράγει πλέον ινσουλίνη.

Διαβήτης τύπου 2: πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλό σάκχαρο αίματος, κατά την οποία το σώμα δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη ή δεν τη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά.

Διαβήτης: μια πάθηση με υψηλό σάκχαρο αίματος (υπεργλυκαιμία), η οποία προκαλείται από την αδυναμία του σώματος να παράγει ινσουλίνη ή να τη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά.

Διαβητική κετοξέωση (ΔΚΟ): μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης με εξαιρετικά υψηλό σάκχαρο αίματος, σε συνδυασμό με έλλειψη ινσουλίνης, η οποία οδηγεί σε διάσπαση σωματικού λίπους. Η συγκεκριμένη διαδικασία δημιουργεί υποπροϊόντα που ονομάζονται κετόνες, και τα οποία συγκεντρώνονται στο αίμα και στα ούρα.

Διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη (ΔΑΓ): πάθηση, κατά την οποία τα επίπεδα γλυκόζης αίματος είναι υψηλότερα από τα φυσιολογικά, αλλά όχι αρκετά υψηλά ώστε να διαγνωσθεί διαβήτης. Ο ιατρός που σας παρακολουθεί θα χρειαστεί να προσδιορίσει ποιο θα πρέπει να είναι το επίπεδο γλυκόζης του αίματος σας. Τα άτομα με ΔΑΓ, επίσης επονομαζόμενη προδιαβήτης, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, καρδιακής νόσου, και εγκεφαλικού.8

Διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας (ΔΓΝ): Πάθηση, κατά την οποία η εξέταση γλυκόζης αίματος νηστείας υποδεικνύει επίπεδο γλυκόζης υψηλότερο από το φυσιολογικό, αλλά όχι αρκετά υψηλό ώστε να διαγνωσθεί διαβήτης. Τα άτομα με προδιαβήτη αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 και καρδιακής νόσου.8

Ενδοκρινής αδένας: μια ομάδα ειδικών κυττάρων που απελευθερώνουν ορμόνες στο αίμα, όπως το πάγκρεας.

Ένεση: η εισαγωγή υγρού φαρμάκου στο σώμα, με τη βοήθεια σύριγγας. Η ινσουλίνη χορηγείται με ένεση.

Εξέταση Ανοχής της Γλυκόζης από του στόματος (OGTT): εξέταση για τη διάγνωση του προδιαβήτη και του διαβήτη. Η εξέταση διεξάγεται κατόπιν νηστείας (τελευταία κατανάλωση τροφής περισσότερες από 8 ώρες πριν).

Επιπλοκές: επιβλαβείς συνέπειες του διαβήτη, όπως βλάβες στους οφθαλμούς, στην καρδιά, στα αιμοφόρα αγγεία, στα νεύρα ή στα νεφρά. Μελέτες υποδεικνύουν ότι η διατήρηση του σακχάρου του αίματος, της πίεσης του αίματος, και των λιπών του αίματος σε φυσιολογικά επίπεδα μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη ή στην καθυστέρηση της εκδήλωσης επιπλοκών.

Ήπαρ: όργανο που μετατρέπει τις τροφές σε ενέργεια, απομακρύνει το αλκοόλ και τις δηλητηριώδεις ουσίες από το αίμα και παράγει χολή.

Θερμίδα: μονάδα της ενέργειας που παρέχεται μέσω των τροφών. Οι υδατάνθρακες, οι πρωτεΐνες, τα λιπαρά, και το αλκοόλ παρέχουν θερμίδες στη διατροφή σας.

Ινσουλίνη: ορμόνη που βοηθά το σώμα να χρησιμοποιεί γλυκόζη για ενέργεια. Τα βήτα κύτταρα στο πάγκρεας παράγουν ινσουλίνη.

 

Παραπομπές:

8. Το Λεξικό του Διαβήτη. Εθνική Γραμματεία Ενημέρωσης για το Διαβήτη (NDIC), Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών ΗΠΑ, 2009

9. Ιστοχώρος Αμερικανικής Ένωσης Διαβήτη (ADA)

Διαβήτης και βασικοί όροι – Μέρος 2ο

Προσθέστε το σχόλιο ή την απάντησή σας. Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *