Διαβήτης και βασικοί όροι – Μέρος 2ο

Διαβήτης και βασικοί όροι – Μέρος 2ο

Ο διαβήτης αποτελεί μία χρόνια πάθηση που συμβαίνει όταν το σώμα δεν μπορεί να παράγει αρκετή ινσουλίνη ή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την ινσουλίνη.

Υπάρχουν όμως δεκάδες όροι που σχετίζονται με το διαβήτη που πρέπει να γνωρίζουμε.

 

Καρδιαγγειακή νόσος: νόσος της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων (αρτηρίες, τριχοειδή αγγεία, και φλέβες).8

Κετόνη: χημική ουσία (οξύ) που παράγεται στον οργανισμό όταν υπάρχει πολύ λίγη ινσουλίνη, και το σώμα πρέπει να διασπάσει λίπος για ενέργεια.

Κληρονομικότητα: η μεταβίβαση ενός χαρακτηριστικού από ένα γονέα σε ένα παιδί.

Λακτόζη: η μορφή σακχάρου στο γάλα.

Λιπαρά: ένα από τα τρία κύρια διατροφικά στοιχεία των τροφών.

Λιπίδιο: λίπος στο σώμα.

Μακροαγγειακό: αναφέρεται στα μεγάλα αιμοφόρα αγγεία, όπως αυτά που συναντώνται στην καρδιά.8

Μεταγευματικό σάκχαρο αίματος: το επίπεδο του σακχάρου του αίματος, 1-2 ώρες μετά την τελευταία κατανάλωση τροφής.

Μέτρηση υδατανθράκων (Carb counting): ένας τρόπος προγραμματισμού των γευμάτων, σύμφωνα με τον οποίο μετρώνται τα γραμμάρια υδατανθράκων στις τροφές.

Μετρητής γλυκόζης αίματος: μια μικρή, φορητή συσκευή που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των επιπέδων της γλυκόζης αίματος. Αφού τρυπηθεί το δέρμα με έναν σκαρφιστήρα, μια σταγόνα αίματος τοποθετείται στην ταινία μέτρησης, και η συσκευή υπολογίζει και εμφανίζει το επίπεδο της γλυκόζης αίματος.

Μικροαγγειακό: αναφέρεται στα μικρότερα αιμοφόρα αγγεία, όπως αυτά που συναντώνται στους οφθαλμούς, στα νεύρα, και στα νεφρά.8

Νευροπάθεια: νόσος του νευρικού συστήματος. Οι τρεις κύριες μορφές νευροπάθειας, σε άτομα με διαβήτη, είναι η περιφερική νευροπάθεια, η αυτονομική νευροπάθεια, και η μονονευροπάθεια. Η πιο κοινή είναι η περιφερική νευροπάθεια, η οποία επηρεάζει τα πόδια και τα κάτω άκρα.

Νεφρά: δύο όργανα, σε σχήμα φασολιού, που φιλτράρουν τα απόβλητα και παράγουν ούρα.

Νεφροπάθεια: νόσος των νεφρών. Το υψηλό σάκχαρο αίματος και η υψηλή πίεση αίματος μπορεί να προκαλέσουν βλάβη στα νεφρά. Όταν τα νεφρά παρουσιάσουν βλάβη, η πρωτεΐνη διαρρέει από τα νεφρά στα ούρα. Τα νεφρά που έχουν παρουσιάσει βλάβη δεν μπορούν πλέον να αποβάλουν απόβλητα και επιπλέον υγρά από την κυκλοφορία του αίματος.8

Οίδημα ωχράς κηλίδας: διόγκωση της ωχράς κηλίδας.

Οξύ: κάτι που συμβαίνει ξαφνικά, και διαρκεί περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Ορμόνη: χημική ουσία που παράγεται σε κάποιο μέρος του σώματος, και απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος, προκειμένου να πυροδοτήσει ή να ρυθμίσει λειτουργίες του σώματος. Η ινσουλίνη αποτελεί ορμόνη.

Πάγκρεας: όργανο που παράγει ινσουλίνη και ένζυμα για την πέψη. Το πάγκρεας βρίσκεται πίσω από το κάτω μέρος του στομάχου, και έχει περίπου το μέγεθος χεριού.8

Παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια: πάθηση του οφθαλμού, κατά την οποία μικρά, εύθραυστα αιμοφόρα αγγεία αναπτύσσονται στον αμφιβληστροειδή.

Παρακολούθηση γλυκόζης αίματος: Ο τακτικός έλεγχος του σακχάρου του αίματος με μετρητή, ο οποίος σας βοηθά να διαχειρίζεστε το διαβήτη σας.

Παχυσαρκία: πιο σοβαρή από το υπερβολικό βάρος (υπέρβαρος) – ποσότητα λίπους σώματος μεγαλύτερη από τη φυσιολογική.

Περιφερική νευροπάθεια: βλάβη των νεύρων που επηρεάζει τα κάτω άκρα, τα πόδια ή τα χέρια. Προκαλεί άλγος, μυρμήγκιασμα ή μούδιασμα.

Πίεση αίματος: η δύναμη που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αγγείων – γράφεται ως αναλογία – 120/80.

Πολυδιψία: υπερβολική δίψα – μπορεί να είναι σύμπτωμα διαβήτη.

Πολυουρία: υπερβολική ούρηση – μπορεί να είναι σύμπτωμα διαβήτη.

Πολυφαγία: υπερβολική πείνα – μπορεί να είναι σύμπτωμα διαβήτη.

Προγευματικό σάκχαρο αίματος: το επίπεδο σακχάρου του αίματος προ της κατανάλωσης τροφής.

Προδιαβήτης: πάθηση, κατά την οποία τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος είναι πιο υψηλά από τα φυσιολογικά, αλλά όχι αρκετά υψηλά ώστε να διαγνωσθεί διαβήτης. Τα άτομα με προδιαβήτη αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, καρδιακής νόσου, και εγκεφαλικού. Άλλες ονομασίες του προδιαβήτη είναι η διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη και η διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας.8

Πρωτεΐνη: ένα από τα τρία κύρια διατροφικά στοιχεία των τροφών.

Σάκχαρο: τάξη γλυκών υδατανθράκων, η οποία περιλαμβάνει τη γλυκόζη, τη φρουκτόζη, και τη σακχαρόζη. Αναφέρεται και στη γλυκόζη αίματος.

Σακχαρόζη: επιτραπέζια ζάχαρη, αποτελούμενη από γλυκόζη και φρουκτόζη

Σακχαρώδης διαβήτης κύησης (ΣΔΚ): τύπος διαβήτη που αναπτύσσεται μόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Σκαρφιστήρας (Βελόνα): μια μικρή βελόνα (που χρησιμοποιείται σε συσκευή τρυπήματος) που τρυπά το δέρμα, για να στάξει μια σταγόνα αίματος.

Στυλό ινσουλίνης: μια συσκευή που περιέχει φυσίγγι ινσουλίνης.

Συνεχής καταγραφή γλυκόζης αίματος (CGM): σύστημα που περιλαμβάνει μικρό αισθητήρα, ο οποίος τοποθετείται κάτω από το δέρμα και μετρά τη γλυκόζη αίματος, και συσκευή που εμφανίζει τα αποτελέσματα.

Υδατάνθρακες: ένα από τα τρία κύρια διατροφικά στοιχεία των τροφών. Οι τροφές που παρέχουν υδατάνθρακες είναι τα άμυλα, κάποια λαχανικά, τα φρούτα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, και τα σάκχαρα.8

Υπεργλυκαιμία: γλυκόζη αίματος υψηλότερη από τη φυσιολογική. Η υπεργλυκαιμία νηστείας είναι η αυξημένη άνω του επιθυμητού επιπέδου γλυκόζη αίματος, μετά την παρέλευση τουλάχιστον 8 ωρών από την τελευταία κατανάλωση τροφής. Η μεταγευματική υπεργλυκαιμία είναι η αυξημένη άνω του επιθυμητού επιπέδου γλυκόζη αίματος, μετά την παρέλευση 1 έως 2 ωρών από την τελευταία κατανάλωση τροφής.8

Υπέρταση: υψηλή πίεση αίματος.

Υπογλυκαιμία: επίσης επονομαζόμενη χαμηλή γλυκόζη αίματος, πάθηση κατά την οποία η γλυκόζη αίματος κάποιου ατόμου είναι χαμηλότερη από τη φυσιολογική. Τα σημεία περιλαμβάνουν πείνα, νευρικότητα, τρέμουλο, εφίδρωση, ζάλη ή σκοτοδίνη, υπνηλία, και σύγχυση. Αν δεν θεραπευτεί, η υπογλυκαιμία μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια αισθήσεων. Η υπογλυκαιμία θεραπεύεται με την κατανάλωση γλυκόζης, είτε με μορφή ταμπλετών γλυκόζης, είτε με μορφή μιας τροφής πλούσιας σε υδατάνθρακες, όπως ο χυμός. Η υπογλυκαιμία μπορεί επίσης να θεραπευτεί με ένεση γλυκαγόνης, αν το άτομο είναι αναίσθητο ή η κατάποση αδύνατη.8

Φαινόμενο της αυγής: αύξηση του σακχάρου του αίματος που παρατηρείται νωρίς το πρωί, συνήθως μεταξύ 4:00 – 8:00 πμ.

Φρουκτόζη: σάκχαρο που συναντάται φυσικά, στα φρούτα και στο μέλι.

Χοληστερόλη: τύπος λίπους που παράγεται από το ήπαρ και βρίσκεται στο αίμα. Η χοληστερόλη συναντάται και σε κάποιες τροφές. Το σώμα χρησιμοποιεί την χοληστερόλη, προκειμένου να φτιάξει ορμόνες και να κατασκευάσει κυτταρικά τοιχώματα. Η HDL είναι η «καλή» χοληστερόλη, και η LDL είναι η «κακή» χοληστερόλη. Ακολουθεί ένας τρόπος που θα σας βοηθήσει να θυμάστε τη διαφορά:

H = Healthy (υγιής), και θέλετε να τη διατηρείτε υψηλή (high).

L = Lousy (κακή), και θέλετε να τη διατηρείτε χαμηλή (low).

Χοληστερόλη HDL: λίπος που βρίσκεται στο αίμα – η επονομαζόμενη “καλή” χοληστερόλη.

Χοληστερόλη LDL: λίπος που βρίσκεται στο αίμα. Κάποιες φορές αποκαλείται “κακή” χοληστερόλη.

Χρόνιο: κάτι που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ωχρά κηλίδα: μέρος του αμφιβληστροειδούς, με το οποίο διακρίνετε τις μικρές λεπτομέρειες.

Παραπομπές:

8. Το Λεξικό του Διαβήτη. Εθνική Γραμματεία Ενημέρωσης για το Διαβήτη (NDIC), Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών ΗΠΑ, 2009

9. Ιστοχώρος Αμερικανικής Ένωσης Διαβήτη (ADA)

Προσθέστε το σχόλιο ή την απάντησή σας. Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *